Ο Δαίδαλος και ο Ίκαρος
Σε αυτό το τελευταίο ταξίδι, η ιστορία που ετοιμάζεσαι να ανακαλύψεις δεν εκτυλίσσεται σε υπόγειους διαδρόμους ή μαγικά κουτιά, αλλά στον απέραντο ουρανό πάνω από τη θάλασσα.
Είναι ένας μύθος για την ελευθερία, τη δημιουργία, την τόλμη… αλλά και τα όρια που δεν πρέπει να ξεπερνιούνται.
Ο Δαίδαλος, ο πανούργος τεχνίτης, κι ο νεαρός γιος του Ίκαρος, ετοιμάζουν ένα τολμηρό σχέδιο διαφυγής, ένα πέταγμα προς την ελπίδα, με φτερά από φτερά και κερί.
Όσα θα μάθεις εδώ, θα σε βοηθήσουν να λύσεις τους τελευταίους γρίφους και να αποδράσεις από το τέταρτο και τελευταίο δωμάτιο των Μυθοδραπέτων, λίγο πριν την τελική αποκάλυψη!
Παλιά, πολύ παλιά, τότε που οι θεοί κατέβαιναν ακόμα στη γη, ζούσε στην Αθήνα ένας ανεπανάληπτος τεχνίτης: ο Δαίδαλος. Ήταν τόσο σοφός, τόσο εφευρετικός, που λέγανε πως η ίδια η Αθηνά του είχε μάθει την τέχνη. Ό,τι έφτιαχναν τα χέρια του ζωντάνευε: αγάλματα που κινούνταν, μηχανισμοί που δούλευαν σαν να είχαν ψυχή.


Όμως, κυνηγημένος για ένα παλιό του σφάλμα, ο Δαίδαλος βρήκε καταφύγιο στο παλάτι του βασιλιά Μίνωα, στην Κρήτη.
Εκεί, έκτισε για χάρη του ένα θαύμα της αρχαιότητας: ένα παλάτι με χίλια δωμάτια, τόσο πολύπλοκο που κανείς δεν έβρισκε την έξοδο. Ήταν ο Λαβύρινθος. Και μέσα του, ο Μίνωας έκλεισε τον Μινώταυρο.


Μα όσο περνούσαν τα χρόνια, ο βασιλιάς δεν άφηνε τον Δαίδαλο να φύγει. Τον ήθελε δικό του, μόνο για τον εαυτό του. Φοβόταν μην φτιάξει κάτι πιο σπουδαίο για κάποιον άλλον. Ο Δαίδαλος πικραινόταν. Ήθελε να δει ξανά την πατρίδα του, την Αθήνα. Μα δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής. Κανένα πλοίο δεν τον έπαιρνε μαζί του.
Μα ο Δαίδαλος... ήταν εφευρέτης. Και οι εφευρέτες βλέπουν λύσεις εκεί που οι άλλοι βλέπουν το αδύνατο. Κοίταξε τα πουλιά. «Ελεύθερα πετούν», σκέφτηκε. «Μήπως μπορώ κι εγώ;»
Άρχισε να μαζεύει φτερά. Μεγάλα, μικρά, απ’ όλα τα πουλιά του παλατιού. Τα έραψε μαζί, τα στερέωσε με κερί και κατασκεύασε τέσσερα φτερά: δύο για εκείνον και δύο για τον γιο του, τον Ίκαρο.
«Θα πετάξουμε μακριά απ’ την Κρήτη!» του είπε.


Το πρωινό της φυγής, ο Δαίδαλος φορούσε τα φτερά στον γιο του και τον κοίταζε με σοβαρό βλέμμα. «Άκουσε καλά, Ίκαρε: Μην πετάξεις πολύ ψηλά. Ο ήλιος θα λιώσει το κερί. Ούτε πολύ χαμηλά – η θάλασσα θα βαρύνει τα φτερά σου. Πέτα στη μέση!»
Ο Ίκαρος χαμογέλασε. Ήταν νέος και γεμάτος ενθουσιασμό.
Ανέβηκαν μαζί στον ουρανό. Ο κόσμος τους κοίταζε από κάτω αποσβολωμένος. Δεν είχε ξαναδεί άνθρωπο να πετά.


Ο Δαίδαλος πετούσε σταθερά, κοιτώντας πίσω του, φωνάζοντας: «Ίκαρε, κράτα το ύψος σου!»
Μα ο Ίκαρος... ζαλίστηκε απ’ την ελευθερία. Μέθυσε από το πέταγμα. Ανέβαινε και ανέβαινε, γελώντας. Ο ήλιος όμως, ψηλά κι αμείλικτος, έλιωσε σιγά σιγά το κερί. Τα φτερά άρχισαν να σκορπίζουν. Ο Ίκαρος έπεσε, έπεσε, ώσπου χάθηκε στη θάλασσα.
Ο πατέρας του, θρηνώντας, τον έψαξε. Το νερό που τον κατάπιε ονομάστηκε από τότε Ικάριο Πέλαγος. Και το νησί όπου βρέθηκε το κορμί του, Ικαρία.
Ο Δαίδαλος συνέχισε μόνος. Μα δεν ξαναπέταξε ποτέ.
